- καρδιοτονωτικός
- -ή, -ό(για φάρμ.)1. αυτός που αυξάνει την απόδοση τής καρδιακής λειτουργίας2. το ουδ. ως ουσ. το καρδιοτονωτικόφάρμακο που αυξάνει την καρδιακή λειτουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiotonic < cardio- (πρβλ. καρδιο[ο]-*) + -tonic (πρβλ. τονικός < τόνος) που αποδίδεται με το τονωτικός].
Dictionary of Greek. 2013.